- γαλάνας
- γαλά̱νᾱς , γαλήνηstillness of the seafem acc pl (doric)γαλά̱νᾱς , γαλήνηstillness of the seafem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαλάνα — γαλάνα, η (δωρ. τ.) (Α) η γαλήνη («φρόνημα νηνέμου γαλάνας» για την ωραία Ελένη, σαν ιδέα γαλήνης καλοκαιρινής, Αισχ.) … Dictionary of Greek